υποδιακονικός

υποδιακονικός
-ή, -όν, ΜΑ
[ὑποδιάκονος]
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποδιακονικόν
οίκημα κοντά στον ναό, όπου κατοικούν οι υποδιάκονοι
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποδιάκονο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποδιακονικόν — ὑποδιακονικός of masc acc sg ὑποδιακονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”